- μολυντήρι
- τοζωολ. κοινή ονομασία ενός από τα τρία γνωστά στην Ελλάδα είδη γκέκου, μικρόσωμων σαυρών τής οικογένειας geckonidae, αλλ. σαμιαμίδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < μολύνω + επίθημα -τήρι (πρβλ. κολλητ-ήρι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μολυντήρι — το ιού, είδος σαύρας, το σαμιαμίθι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαμιαμίδι ή μολυντήρι — Κοινή ονομασία ειδών σαύρας της οικογένειας των Γκεκονιδών, που είναι γνωστά και ως γκέκο … Dictionary of Greek
μολύνω — (ΑΜ μολύνω) 1. ρυπαίνω, σπιλώνω, κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω («πηλῷ μολύνοντες... καὶ ξηραίνοντες ἑαυτούς», Αριστοτ.) 2. μτφ. διαφθείρω κάποιον ηθικά ή πνευματικά, εξαχρειώνω, εκφαυλίζω («ἡ συνείδησις αὐτῶν ἀσθενὴς οὖσα μολύνεται», ΚΔ) 3. (για ιερά … Dictionary of Greek